αναφυλαξία

αναφυλαξία
Η υπερβολική ευαισθησία του οργανισμού σε ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, μη τοξικές. Τον όρο α. χρησιμοποίησε πρώτος ο Σαρλ Ρομπέρ Ρισέ, το 1902. Η α. εκδηλώνεται κλινικά μόνο στην περίπτωση που μια τέτοια ουσία εισάγεται για δεύτερη φορά στον οργανισμό. Κατά την αντίληψη που επικρατεί σήμερα, η α. ανήκει στον κύκλο των αλλεργικών φαινομένων. Πραγματικά, και στην περίπτωση της α., εξαιτίας τροποποιημένης αντίδρασης του οργανισμού, η ίδια ουσία που έγινε φαινομενικά ανεκτή στην πρώτη επαφή της με τον οργανισμό, προκαλεί σε μία δεύτερη επαφή τη σφοδρή αντίδρασή του με το λεγόμενο αναφυλακτικό σοκ. Οι κλινικές διαταραχές, που τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η γρήγορη εμφάνιση και η εξίσου γρήγορη υποχώρηση, χαρακτηρίζονται από πυρετό, κνησμό, πόνους στις αρθρώσεις και στους μυς, αίσθημα μεγάλης εξάντλησης, εμετό, πτώση της αρτηριακής πίεσης και δυσκολία στην αναπνοή. Η συμπτωματολογία αυτή μπορεί να εμφανιστεί με ελαφριά μορφή ή, ειδικότερα στα παιδιά και στα εξασθενημένα άτομα, με μορφή τόσο βαριά, ώστε να προκαλέσει ακόμα και τον θάνατο. Συχνά, η α. εμφανίζεται ύστερα από τη χορήγηση φαρμάκων, ειδικών ορών (όπως o αντιτετανικός και o αντιδιφθεριτικός), ενώάλλες φορές πάλι οφείλεται σε τρόφιμα, όπως τα αβγά, οι φράουλες, τα θαλασσινά κ.ά. Η θεραπεία των διαταραχών της α. γίνεται με την άμεση χορήγηση αντιαλλεργικών ουσιών, όπως τα κορτικοστεροειδή, τα αντιισταμινικά και τα άλατα του ασβεστίου, που περιορίζουν αμέσως την ένταση των αναφυλακτικών φαινομένων, αλλά και φαρμάκων ικανών να ενισχύσουν τη γενική κατάσταση του οργανισμού. Μόλις περάσει η οξεία κρίση α., επιβάλλεται να απευαισθητοποιηθεί ο οργανισμός ως προς την υπεύθυνη ουσία. Όσο για την α. από ορό, είναι απαραίτητο η χορήγηση των ορών να γίνεται σε μικρές δόσεις που αυξάνονται προοδευτικά και με κάποια χρονική απόσταση της μιας από την άλλη.
* * *
η
η αντίδραση του οργανισμού όταν έλθει σε επαφή με αντιγόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναφυλαξία — η αλλεργική αρρώστια, η αφυλαξία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ …   Dictionary of Greek

  • αφυλαξία — (I) ἀφυλαξία, η (Α) [αφύλακτος] 1. αμέλεια ως προς τη φύλαξη 2. αμέλεια, αδιαφορία 3. έλλειψη ή απουσία φυλάκων, φρουρών. (II) η η αναφυλαξία* …   Dictionary of Greek

  • αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …   Dictionary of Greek

  • Ρισέ, Σαρλ Ρομπέρ — (Richet, Παρίσι 1850 – 1935). Γάλλος γιατρός και φυσιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της φυσιολογίας στο πανεπιστήμιο του Παρισιού (1887 1927). Οι κυριότερες μελέτες και ανακαλύψεις του αφορούν το μυϊκό και νευρικό σύστημα, τη ζωική θερμότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • φύλαξη — η 1. η φρούρηση: Η φύλαξη των συνόρων. 2. διαφύλαξη, προφύλαξη, προστασία: Η φύλαξη της ζωής του γινόταν από σωματοφύλακες. 3. συντήρηση, διατήρηση: Άφησε στον αδερφό της τη φύλαξη του σπιτιού της. 4. η αμυντική ικανότητα που εμφανίζουν σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”